πυρετολογικός

πυρετολογικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πυρετολογία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πυρετολογικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πυρετολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρετολογία. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στον Η. Οικονομόπουλο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”